- σαράφισσα
- η, Νβλ. σαράφης.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
σαράφης — ο, θηλ. σαράφισσα, Ν αργυραμοιβός. [ΕΤΥΜΟΛ. < τουρκ. sarraf] … Dictionary of Greek
σαράφης — ο θηλ. σαράφισσα (λ. τουρκ.), αργυραμοιβός, αυτός που πουλάει και αγοράζει νομίσματα ξένων χωρών … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)